μεριστός

μεριστός
-ή, -ό (ΑM μεριστός, -ή, -όν) [μερίζω]
1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί
2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.)
αρχ.
φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» — η επιμέρους δημιουργία, τα καθέκαστα τής δημιουργίας
β) «μεριστός λόγος» — λόγος που έχει τις απαραίτητες διακρίσεις του.
επίρρ...
μεριστῶς (ΑM)
με διαιρετό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεριστός — divided masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστότερον — μεριστός divided adverbial comp μεριστός divided masc acc comp sg μεριστός divided neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστόν — μεριστός divided masc acc sg μεριστός divided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστοτάτῳ — μεριστός divided masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστοῖς — μεριστός divided masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστοί — μεριστός divided masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστούς — μεριστός divided masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστᾶς — μεριστός divided fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστῆς — μεριστός divided fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστή — μεριστός divided fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”